σκατώνω

σκατώνω
Ν [σκατό]
1. μολύνω, ρυπαίνω με περιττώματα
2. μτφ. αποτυχαίνω οικτρά («τά σκάτωσε» — τά θαλάσσωσε).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκατώνω — σκατώνω, σκάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκατώνω — σκάτωσα, σκατώθηκα, σκατωμένος 1. αλείφω με σκατά: Σκατώθηκε το μωρό πάλι. 2. «Τα σκάτωσε», απέτυχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάτωμα — το, Ν [σκατώνω] 1. ρύπανση με περιττώματα 2. αδέξια ενέργεια που καταλήγει σε αποτυχία, αποτυχία, θαλάσσωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”